- μπέμπελη
- η(λ. σλαβ.)1. η αρρώστια ιλαρά.2. φρ., «Βγάζω την μπέμπελη», σκάω από τη ζέστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπέμπελη — η η ιλαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπελη < σλαβ. pepeli «στάχτη»] … Dictionary of Greek